- κλιματίας
- κλῐμᾰτίας (sc. σεισμός), ὁ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλιματίας — κλιματίας, ὁ (Α) (ενν. σεισμός) ο επικλίντης*, δηλ. ο σεισμός που δονεί τη γη κατά οξείες γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. αινιγματ ίας, τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek
κλιματίας — κλιματίᾱς , κλιματίας masc acc pl κλιματίᾱς , κλιματίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιματίαι — κλιματίας masc nom/voc pl κλιματίᾱͅ , κλιματίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιματίαν — κλιματίᾱν , κλιματίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) κλιματίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)